Αμαζονίδες

Αμαζονίδες
Φυλετικός τύπος που, εκτός από την τεράστια λεκάνη του Αμαζονίου, είναι διαδεδομένος σε μεγάλο μέρος της λεκάνης του Ορινόκο, κατά μήκος της βορειοατλαντικής ακτής της Βραζιλίας και της Γουιάνας και στα Ν κατά μήκος του άνω ρου του Παραγουάη. Οι α. ήταν οι πρώτοι που ήρθαν σε επαφή με τους Ευρωπαίους μετά την ανακάλυψη των Αντιλλών από τον Κολόμβο και γι’ αυτό τα χαρακτηριστικά τους ανταποκρίνονται στις πρώτες περιγραφές των κατοίκων των λεγόμενων Δυτικών Ινδιών. Οι α. έχουν σαφώς ιδιαίτερη εμφάνιση, με μέτριο ή μικρό ανάστημα, κιτρινωπό δέρμα, πλατύ και καμπυλωτό θώρακα εξαιτίας της λόρδωσης που εμφανίζει η οσφυϊκή χώρα της σπονδυλικής τους στήλης. Το κεφάλι τους έχει μέσο μήκος και το στρογγυλωπό τους πρόσωπο δίνει, κυρίως στις γυναίκες, παιδική όψη. Μια εντυπωσιακή αεροφωτογραφία του Αμαζονίου. Πλοιάρια στον Αμαζόνιο, που αποτελεί το μεγαλύτερο υδρογραφικό σύστημα του κόσμου, με σύνολο οδών ναυσιπλοΐας που έχουν μήκος 50.000 χλμ. και φτάνουν έως το Περού (φωτ. Sef).
* * *
Ἀμαζονίδες, αι (Α)
οι Αμαζόνες*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀμαζὼν + -ίδες, πληθ. της παράγ. κατάλ. –ίς, -ίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀμαζονίδες — the Amazons fem nom/voc pl Ἀμαζονίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζονίδας — Ἀμαζονίδες the Amazons fem acc pl Ἀμαζονίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζονίδεσσιν — Ἀμαζονίδες the Amazons fem dat pl (epic aeolic) Ἀμαζονίς fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαζονίδων — Ἀμαζονίδες the Amazons fem gen pl Ἀμαζονίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Amazones — Pour les articles homonymes, voir Amazone. Amazone, fragment de mosaïque de pavement de Daphné (actuelle Turquie), 2e moitié du IVe …   Wikipédia en Français

  • αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”